- πάρεσιν
- отпущения
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
πάρεσιν — πάρεσις letting go fem acc sg πά̱ρεσιν , πῆρος loss of strength neut dat pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρεση — Bλ. λ. παράλυση. * * * η / πάρεσις, εως, Ν Μ Α [παρίημι] χαλάρωση νεοελλ. ιατρ. ελαφρά, ατελής παράλυση η οποία εκδηλώνεται με ελάττωση τής μυϊκής ισχύος τού προσβληθέντος μυός μσν. μτφ. ηθική κατάπτωση ως συνέπεια αμαρτιών αρχ. 1. απομάκρυνση,… … Dictionary of Greek